- κεφαλαλγικός
- -ή, -ό (ΑΜ κεφαλαλγικός, -ή, -όν) [κεφαλαλγής]ο σχετικός με την κεφαλαλγία, αυτός που προξενεί κεφαλαλγία ή που πάσχει από κεφαλαλγία (α. «κεφαλαλγικό σύνδρομο» β. «ὁ φαλερῑνος οἶνος ἀπὸ ἐτῶν δέκα ἐστὶ πότιμος... ὁ δ' ὑπέρ τοῡτον ἐκπίπτων τὸν χρόνον, κεφαλαλγικός», Γαλ.αρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κεφαλαλγικάτα συμπτώματα τής κεφαλαλγίας.
Dictionary of Greek. 2013.